ἐκοπίασα

ἐκοπίασα
ἐκοπίᾱσα , κοπιάω
to be tired
aor ind act 1st sg (attic doric)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • κατακολουθώ — κατακολουθῶ, έω (AM) [κατακόλουθος] 1. ακολουθώ κάποιον καταπόδας, ακολουθώ από κοντά («ἐγὼ δὲ οὐκ ἐκοπίασα κατακολουθῶν ὀπίσω σου», ΠΔ) 2. υπακούω («κατακολουθεῑν τοῑς προστάγμασιν αὐτοῡ», ΠΔ.) αρχ. 1. είμαι οπαδός κάποιου σπουδαίου ιστορικού ή… …   Dictionary of Greek

  • κοπιάζω — (Μ κοπιάζω) 1. καταβάλλω κόπο, μοχθώ, κουράζομαι («κόπιασε πολύ για να μεγαλώσει τα παιδιά της») 2. πηγαίνω κάπου νεοελλ. φρ. α) (η προστακτική φιλοφρονητικά) i) «κοπιάστε να φάμε» ελάτε να φάμε ii) «κόπιασε μέσα» πέρασε, έλα μέσα β) (η… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”